ὁποσαχῇ

ὁποσαχῇ
ὁποσαχῇ
in as many ways as . .
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οποσαχή — ὁποσαχῇ (Α) επίρρ. 1. με οσουσδήποτε τρόπους 2. (με το αορστλ. ἄν και υποτ.) με οσουσδήποτε τρόπους και αν («ὁποσαχῇ οἷόν τ ἂν ᾖ τοὺς τόνους τῆς φωνῆς ποιούμενον», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπόσος + ουρανικό πρόσφυμα αχ + επιρρμ. κατάλ. ῇ (πρβλ. αλλ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”